αζούπιστος, -η, -ο

αζούπιστος, -η, -ο
αζούπιστος, -η, -ο και αζούπητος, -η, -ο και -ιχτος, -η, -ο και -γος, -η, -ο αυτός που δεν έχει ζουπιστεί, στραγγιστεί: Το λεμόνι είναι αζούπιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αζούπιστος — και ιχτος και ιγος, η, ο [ζουπίζω] 1. αυτός που δεν ζουπίχτηκε, δεν συμπιέστηκε («σταφύλια αζούπιστα») …   Dictionary of Greek

  • αζούπητος — και ηχτος, η, ο [ζουπώ] ο αζούπιστος …   Dictionary of Greek

  • αζούπιγος — η, ο βλ. αζούπιστος …   Dictionary of Greek

  • αζούπιχτος — η, ο βλ. αζούπιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”